-
1 обод
η στεφάνη (του τροχού), το σώστρο, ο άντυξРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обод
-
2 оборот
-а α.1. στροφή•количество -ов в минуту ο αριθμός των στροφών στο λεπτό•
колеса η στροφή του τροχού.
|| γύρισμα, αναστροφή•оборот пласта при вспашке το γύρισμα του χώματος κατά το όργωμα.
2. κύκλος•оборот полевых культур ο κύκλος των αγροτικών εργασιών (της αγροκαλλιέργειας).
|| κυκλοφορία•оборот капитала η κυκλοφορία του κεφαλαίου•
пустить деньги в оборот βάζω το χρήμα σε κυκλοφορία•
годовой оборот ετήσια κυκλοφορία.
3. χρήση, χρησιμοποίηση•пустить слово в оборот βάζω σε χρήση καινούρια λέξη•
ввести в научный оборот новые материалы βάζω για επιστημονική χρήση νέα υλικά.
4. στροφή•оборот реки στροφή του ποταμού.
|| καμπή, γωνία (για σωλήνα κ.τ.τ.).5. τροπή•дело принимает дурной оборот η υπόθεση παίρνει άσχημη τροπή (πάει στραβά).
6. η α-ανάποδη (αντίστροφη, πισινή) όψη ή πλευρά•оборот меддли η άλλη όψη του νομίσματος (η αντίθετη άποψη του ζητήματος).
7. έκφραση•р-чи έκφραση λόγου•
неправильный оборот μη σωστή (άστοχη) έκφραση.
εκφρ.брать (взять) в - – συμμορφώνω, συνετίζω σφίγγω τα λουριά. -
3 колпак
тех. το κάλυμμα, η καλύπτρα, η κεφαλή- обтекатель мор. о κώνος (της έλικας, του άξονα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колпак
-
4 реборда
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > реборда
-
5 полуоборот
-а α.η μισή στροφή•полуоборот колеса μισή στροφή του τροχού.
-
6 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал
-
7 шаг
-а (шагу); με τα αριθμ. 2,3,4: шага; προθτ. в -е κ. в -у, πλθ. -и α.1. το βήμα•короткий шаг βραχύ βήμα•
длинный шаг μακρύ βήμα.
|| πλθ. -и τα βήματα (ο κρότος των βημάτων).2. το βάδισμα•замедлить шаг επιβραδύνω το βήμα•
ускорить шаг επιταχύνω το βήμα.
(στρατ. κ. αθλητ.) βηματισμός. || το βάδην (αργός βηματισμός ή βάδισμα).3. μτφ. δοκιμαστική προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή•необдуманный шаг απερίσκεπτο βήμα•
рискованный шаг επικίνδυνο βήμα•
важный шаг σοβαρό βήμα.
4. (τεχ.) διάστημα•шаг винта το βήμα του κοχλία•
шаг зубчатого колеса το βήμα του οδοντωτού τροχού•
длина -а το μήκος του βήματος.
εκφρ.первые -и (первый -) – τα πρώτα βήματα, το πρώτο βήμα (η αρχή, το πρώτο ξεκίνημα)•гигантскими или семимильными -ами идти (двигать(ся) вперд – με γιγαντιαία βήματα προχωρώ (αναπτύσσομαι γοργά και επιτυχώς)•черепашным -ом идти или двигаться вперд – προχωρώ με βήματα, χελώνας (αναπτύσσομαι, προοδεύω πολύ αργά)•в нескольких -ах – σε μερικά βήματα (σε μικρή απόσταση)•на каждом ή всяком -у – σε κάθε βήμα (παντού, συχνότατα)•один шаг ή на шаг – ένα βήμα (πλησιέστατα)•с первого -а – από το πρώτο βήμα (ευθύς εξ αρχής, από το πρώτο ξεκίνημα)•шаг за –ом κ. παλ. шаг за шаг:α) βήμα προς βήμα, αγάλια-αγάλια (αργά).β) βαθμιαία και σταθερά• отбивать (печать, чеканить κλπ.) шаг – βηματίζω σταθερά και, ρυθμικά• κροτώ βαδίζοντας•идти (шагать) шаг в шаг с кем – συμβαδίζω με κάποιον•сбиться с -а – χάνω το βήμα, δεν συμβαδίζω•в -у узки – (για παντελόνι) με στενεύει στο βάδισμα•ни на шаг ή ни -у (не отходить, не отступать) от кого-чего – δεν απομακρύνομαι, δεν το κουνάω από κάποιον, κάτι•ни -у назад – ούτε βήμα πίσω (ακλόνητος στη θέση)•ни -у вперд – ούτε βήμα μπροστά•-у (лишнего) не сделать ή не -у не сделать – μην κάνεις βήμα (μην επιχειρείς τίποτε)•-у сделать ή ступить не дают ή -у нельзя (невозможно) сделать – βήμα δε σε αφήνουν να δράσεις. -
8 гайка
το περικόχλιο, разг. το παξιμάδιзавернуть - у αρμόζω/στρέφω/βιδώνω το -нарезать резьбу у - и κόβω/κατασκευάζω σπείρωμα στο -барашковая - πτερυγιοφόρο -, разг. η πεταλούδαкрыльчатая - см. барашковая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гайка